- στερεοτυπικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στερεοτυπία («στερεοτυπική πλάκα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερεοτυπικός — ή, ό επίρρ. ά, αυτός που αναφέρεται στη στερεοτυπία: Πήρε καινούρια στερεοτυπικά μηχανήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)